- περίοπτος
- -η, -ο1. αυτός που φαίνεται από παντού, ψηλός: Το σπίτι του βρίσκεται σε περίοπτη θέση.2. μτφ., έξοχος, επιφανής, θαυμαστός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περίοπτος — to be seen all round masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίοπτος — η, ο / περίοπτος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που φαίνεται απ όλες τις πλευρές, ο ορατός από παντού (α. «περίοπτη θέση» β. «περίοπτο γλυπτό») 2. περίβλεπτος, αξιοθαύμαστος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίοπτα οι τόποι που έχουν θέα, τα υψηλά. επίρρ...… … Dictionary of Greek
περιόπτω — περίοπτος to be seen all round masc/fem/neut nom/voc/acc dual περίοπτος to be seen all round masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιόπτως — περίοπτος to be seen all round adverbial περίοπτος to be seen all round masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίοπτον — περίοπτος to be seen all round masc/fem acc sg περίοπτος to be seen all round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιόπτου — περίοπτος to be seen all round masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιόπτους — περίοπτος to be seen all round masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιόπτων — περίοπτος to be seen all round masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιόπτῳ — περίοπτος to be seen all round masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίοπτα — περίοπτος to be seen all round neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)